ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Η ενδοκρινολογία είναι η ιατρική επιστήμη που ασχολείται με τη διάγνωση, θεραπεία και πρόληψη ορμονολογικών διαταραχών. Tο ενδοκρινολογικό μας σύστημα αποτελείται από τους αδένες που παράγουν ορμόνες, από τις ίδιες τις ορμόνες, που είναι χημικές ουσίες που κυκολοφορούν στο αίμα μας ή στο υγρό που περιβάλλει τα κυτταρά μας, και στους υποδοχείς, που βρίσκονται σε διάφορα όργανα και ιστούς, οι οποίοι λαμβάνουν τις ορμόνες και απαντούν στο μήνυμα που αυτές μεταφέρουν.

Οι κύριοι ενδοκρινείς αδένες στο ανθρώπινο σώμα είναι :

  • Ο θυρεοειδής
  • Το πάγκρεας
  • Η υπόφυση
  • Οι παραθυρεοειδείς αδένες
  • Τα επινεφρίδια
  • Οι όρχεις
  • Οι ωοθήκες
  • Η Επίφυση

Εκτός από τους κύριους αυτούς αδένες υπάρχουν και αθροίσεις κυττάρων που παράγουν ορμόνες σε διάφορα μέρη του σώματος όπως ο λιπώδης ιστός, ο γαστρεντερικός σωλήνας, τα νεφρά, τα οστά, η καρδιά, ο πλακούντας.

Το ενδοκρινολογικό σύστημα είναι περίπλοκο και λειτουργεί με ένα τρόπο θαυμαστό  με τις ορμόνες να επηρεάζουν όλα τα υπόλοιπα συστήματα  του ανθρώπινου σώματος γι αυτό και τα συμπώματα που προκύπτουν από κάποια ενδοκρινολογική διαταραχή επηρεάζουν την λειτουργία όλου του σώματος.

Μια διαταραχή στη λειτουργία του θυρεοειδούς μπορεί να επηρεάσει τα οστά, μια διαταραχή στη λειτουργία του παγκρεάτος μπορεί να επηρεάσει το καρδιαγγειακό μας σύστημα, μια διαταραχή στους παραθυρεοειδείς αδένες μπορεί να επηρεάσει τα νεφρά μας.

Αυτά είναι αδρά παραδείγματα για να αντιληφθούμε πως οι ενδοκρινολογικές παθήσεις εκδηλώνονται με συμπτώματα από άλλα συστήματα του ανθρώπινου σώματος.

Στο ιατρείο μας εξετάζουμε  αν κάποια συμπτώματα που μας περιγράφετε  οφείλονται σε κάποια υπερπαραγωγή ή έλλειψη ορμόνης. Με τη λήψη ενός λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού και κατόπιν φυσικής εξέτασης αποφασίζουμε με μεθοδικότητα ποιες εξετάσεις πρέπει να ακολουθήσουν. Στην συνέχεια, ερμηνεύουμε τα  αποτελέσματα αιματολογικών και απεικονιστικών ευρημάτων και σε συσχέτιση με το ιστορικό και την φυσική εξέταση σας συμβουλεύουμε ως προς το ενδεικνυόμενο για την ξεχωριστή περίπτωση σας θεραπευτικό πλάνο, ειδικά προσαρμοσμένο στις ανάγκες σας.

Στο ιατρείο μας φυσικά αντιμετωπίζουμε  και παθήσεις του μεταβολισμού όπως είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η  παχυσαρκία, οι διαταραχές λιπιδίων, η οστεοπόρωση κα.

Χρησιμοποιούμε τις εξειδικευμένες γνώσεις και πολυετή εμπειρία μας  στο να σας  βοηθήσουμε  όχι μόνο στην επιτυχημένη  αντιμετώπιση της εγκατεστημένης νόσου αλλά και στο  να  σας εφοδιάσουμε  με γνώσεις και δεξιότητες που θα βοηθήσουν και  στην πρόληψη ειδικά στις περιπτώσεις που υπάρχει  κάποια προδιάθεση ή  οικογενειακό ιστορικό.

Ο θυρεοειδής είναι ένας αδένας. Παλία θεωρούταν ο μεγαλύτερος αδένας αν και έχει  βάρος μόλις 10-20 gr   στους ενήλικες (τώρα ξέρουμε ότι ο λιπώδης ιστός είναι ο μεγαλύτερος αδένας).

Έχει σχήμα πεταλούδας και βρίσκεται κοντά στο λάρρυγγα, μπροστά από την τραχεία.

Ο θυροειδής είναι απάραιτητος για τον οργανισμό διότι είναι σαν ένα είδος μπαταρίας και με τις δυο θυρεοειδικές ορμόνες που παράγει επηρεάζει πολλές σωματικές λειτουργίες, όπως τον καρδιακό ρυθμό, τη θερμοκρασία του σώματος, τις καύσεις που κάνει το σώμα, την διάθεση μας  και γενικά τον μεταβολισμό μας.

Ο θυρεοειδής σαν αδένας  έχει μια λειτουργία και παράγει ορμόνες, τις θυρεοειδικές ορμόνες. Η σωστή λειτουργία του θυροειδούς λέγεται ευθυερεοειδισμός, η υπερπαραγωγή θυρεοειδικών ορμονών λέγεται υπερθυρεοειδισμός, η έλλειψη θυρεοειδκών ορμονών λέγεται υποθυρεοειδισμός.

Η λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα αξιολογείται με αιματολογικές εξετάσεις.

Ο θυρεοειδής σαν αδένας, σαν ένα όργανο του σώματος μας,  έχει μια δομή μια σύσταση, που αξιολογείται από την ψηλάφηση και από τον υπέρηχο θυρεοειδούς.

Μπορεί να είναι μη ψηλαφητός, ψηλαφητός, να απεικονίζεται με φυσιολογικό μέγεθος, ομοιογενής, με μεγάλο μέγεθος, να έχει έναν ή πολλούς όζους, απλούς ή ύποπτους που χρήζουν περεταίρω διερεύνησης για αποκλεισμό καρκίνου του θυρεοειδούς.

Οπότε χρειάζονται και αιματολογικές εξετάσεις και υπέρηχος θυρεοειδούς για να αξιολογηθεί πλήρως ο θυρεοειδής.

Σε περίπτωση υποθυρεοειδισμού έχουμε συμπτώματα μειωμένου μεταβολισμού όπως έντονη κόπωση, ταχυκαρδιες, χαμηλή ενέργεια, πεσμένη διάθεση, πρόσληψη βάρους ή δυσκολία στην απώλεια βλαρους, διαταραχή του έμμηνου κύκλου στις γυναίκες,  ξηρότητα στο δέρμα , εύθραστα νύχια, τριχόπτωση, δυσκοιλιότητα , δυσανεξία στο κρύο, αίσθημα πρηξίματος , οιδήματα στα βλέφαρα και πολλά άλλα.

Σε περίπτωση υπερθυρεοειδισμού έχουμε συμπτώματα αυξημένου μεταβολισμού όπως αίσθημα παλμών, ταχυκαρδίες, απώλεια βάρους, νευρικότητα, δυσκολία στον ύπνο, διάρροια, έντονη εφίδρωση, διαταραχή του έμμηνου κύκλου στις γυναίκες, έντονη κόπωση και πολλά άλλα.

H νόσος Hashimoto είναι μια χρόνια αυτοάνοση διαταραχή που επηρεάζει τον θυρεοειδή αδένα.

Στα αυτοάνοσα νοσήματα το ανοσοποιητικό μας επιτίθεται στους υγιείς ιστούς του σώματός μας διότι λανθασμένα τους αντιλαμβάνεται εως ξένα σώματα. Στην περίπτωση της νόσου Hashimoto κύτταρα και αντισώματα του ανοσοποιητικού μας επιτίθονται στο θυρεοειδή αδένα, προκαλώντας μια χρόνια φλεγμονή ( θυρεοειδίτιδα) που τελικά  οδηγεί σε μείωση της παραγωγής θυρεοειδικών ορμονών – υποθυρεοειδισμό.

 

Η νόσος Hashimoto είναι η συχνότερη αιτία υποθυρεοειδισμού στον κόσμο  και επηρεάζει κάθε άνθρωπο διαφορετικά. Είναι πιο συχνή στις γυναίκες, κυρίως στη μέση ηλικία και συχνά συνυπάρχει οικογενειακό ιστορικό.

Στα αρχικά στάδια της νόσου μπορεί να διατηρείται φυσιολογική η λειτουργία του θυρεοειδούς με φυσιολογικά επίπεδα θυρεοειδικών ορμονών (ευθυρεοεδικό στάδιο)  και  να εντοπίζονται θετικά αυτοαντισώματα για τον θυρεοειδή ( anti-TPO, anti-Tg ) και κάποιες ήπιες αλλαγές στην μορφολογία του  θυρεοειδούς στον υπέρηχο θυρεοειδούς. Σε αυτό το στάδιο η λειτουργία του θυρεοειδούς παραμένει φυσιολογική και δεν περιγράφονται συμπτώματα.

Όταν ο θυρεοειδής αρχίζει να ‘κουράζεται’  από τη χρόνια αυτοάνοση φλεγμονή που προκαλεί η νοσός Hashimoto, εμφανίζει μειωμένη λειτουργία και δεν  μπορεί να ανταπεξέλθει και να παράγει  σε ικανοποιητικά επίπεδα τις θυρεοειδικές ορμόνες που χρειάζεται το σώμα για την κάλυψη των αναγκών του. Αυτή η υπολειτουργία του θυρεοειδούς ονομάζεται υποθυρεοειδισμός.  Στον υποθυρεοειδισμό έχουμε συμπτώματα μειωμένου μεταβολισμού όπως έντονη κόπωση, ταχυκαρδίες, χαμηλή ενέργεια, πεσμένη διάθεση, πρόσληψη βάρους ή δυσκολία στην απώλεια βάρους, διαταραχή του έμμηνου κύκλου στις γυναίκες,  ξηρότητα στο δέρμα , εύθραστα νύχια, τριχόπτωση, δυσκοιλιότητα , δυσανεξία στο κρύο, αίσθημα πρηξίματος, οιδήματα στα βλέφαρα, αλλαγές στην φωνή, πιθανή αρχική διόγκωση του θυρεοειδούς και μετά συρρίκνωση του και πολλά άλλα.

Κάθε ασθενής με υποθυρεοειδισμό μπορεί να εμφανίζει διαφορετική  συμπτωματολογία  και σε διαφορετική ένταση και αυτό  εξαρτάται από το αν ο θυρεοειδής αδένας υπολειτουργεί σε ήπιο ή σοβαρό βαθμό και από τις ξεχωριστές ανάγκες που έχει το κάθε ανθρώπινο σώμα.

H αντιμετώπιση του υποθυρεοειδισμού γίνεται με εξωγενή χορήγηση θυρεοειδικής ορμονής από το στόμα. Είναι στενό το θεραπευτικό εύρος στην επιτυχημένη υποκατάσταση των θυρεοειδικών ορμονών και υπάρχουν διαφορετικοί στόχοι για τον κάθε άνθρωπο ανάλογα την ηλικία του και συνυπάρχοντα νοσήματα. Σημαντική είναι και η  εξασφάλιση καλών επιπέδων βιταμίνης D και άλλων ιχνοστοιχείων ( π.χ όπως σελήνιο) ανάλογα την περίπτωση.  Ο έλεγχος και παρακολούθηση  της θεραπείας με θυρεοειδική  ορμόνη γίνεται μέσω μέτρησης  των επιπέδων των θυρεοειδικών ορμονών με αιματολογικές εξετάσεις. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων  πρέπει να συσχετίζονται με την  κλινική εξέταση και με το πως νιώθει ο ασθενής αν βλέπει δηλαδή  βελτίωση και  ύφεση των συμπτωμάτων.  Στόχος είναι όχι μόνο τα αποτελέσματα των εξετάσεων να είναι εντός των φυσιολογικών τιμών αλλά και ο ασθενής να αισθάνεται καλά.

Οι όζοι είναι μικροί όγκοι του θυρεοειδούς. Το να έχει κάποιος όζους στο θυρεοειδή είναι πολύ συχνό. Περίπου 1 στους 3 ανθρώπους έχει όζους, και περίπου στο 95% των περιπτώσεων οι όζοι αυτοί είναι καλοήθεις. Η εντόπιση όζων στο θυρεοειδή κατόπιν υπερηχολογικού ελέγχου είναι πλέον πολύ συχνή. Τις περισσότερες φορές οι όζοι εντοπίζονται τυχαία από τον καρδιολόγο ή τον ακτινολόγο όταν γίνεται τρίπλεξ καρωτίδων, ή μπορεί ο ασθενής να έχει εντοπίσει ο ίδιος ένα πρήξιμο στο λαιμό ή κάποιο ογκίδιο. Μέρος της ενδοκρινολογικής εξέτασης είναι και η ψηλάφηση του θυρεοειδούς από την ενδοκρινολόγο η οποία μπορεί να προχωρήσει σε περαιτέρω υπερηχολογικό έλεγχο θέλοντας να αξιολογήσει τη δομή -σύσταση του θυρεοειδούς αδένα.

Το ακριβές αίτιο δεν είναι γνωστό και συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις τα άιτια είναι πολυπαραγοντικά. Υπάρχει ένας βαθμός κληρονομικότητας που δείχνει γενετική προδιάθεση, υπάρχουν περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως κάποια βρογχοκηλογόνα τρόφημα για παράδειγμα, η έλλειψη ιωδίου σε περιοχές με ιωδιοπενία (να σημειωθεί ότι η Ελλάδα θεωρείται ιωδιοεπαρκής χώρα), η  έκθεση σε ιονίζουσα ακτινοβολία, η χρόνια φλεγμονή στο θυρεοειδή κα.

Οι περισσότεροι ασθενείς με μικρούς μη λειτουργικούς  όζους του θυρεοειδούς  (που δεν παράγουν δηλαδή έξτρα ορμόνη) δεν έχουν κάποιο σύμπτωμα.

Αν ο όζος είναι μεγάλος σε μέγεθος μπορεί να κάνει  πιεστικά φαινόμενα όπως δυσκολία στην κατάποση, δυσκολία στην αναπνοή κυρίως στον ύπνο, βράχνιασμα, βήχα.

Αν ο όζος υπερλειτουργεί και παράγει μόνος του περίσσεια θυρεοειδικών ορμομών τότε μπορεί να εμφανιστούν συμπτώματα υπερθυρεοεδισμού όπως  αίσθημα παλμών , ταχυκαρδίες, απώλεια βάρους, νευρικότητα, δυσκολία στον ύπνο, διάρροια, έντονη εφίδρωση, διαταραχή του έμμηνου κύκλου στις γυναίκες, έντονη κόπωση και πολλά άλλα.

Όταν εντοπίζεται ένας όζος στον υπέρηχο είναι πολύ σημαντικό να γίνει εκτίμηση από την ενδοκρινολόγο που θα προβεί στη:

Λήψη λεπτομερούς ιατρικού ιστορικού, στη  φυσική εξέταση του ασθενούς με ψηλάφηση του θυρεοειδούς και  θα ζητήσει και τις κατάλληλες ορμονολογικές εξετάσεις αίμα ώστε να αξιολογηθεί αν συνυπάρχει  και κάποια διαταραχή στην παραγωγή των θυρεοειδικών ορμονών.

Η αντιμετώπιση που ακολουθεί είναι εξατομικευμένη.

Εξαρτάται από το μέγεθος του όζου, από το αν έχει ύποπτα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά , από το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς, το οικογενειακό του ιστορικό, αν έχει πιεστικά συμπτώματα, συνυπάρχουσα διαταραχή της ορμονολογικής λειτουργίας,  την ηλικία του.

Με βάση τα παραπάνω αποφασίζουμε  ποιος όζος πρέπει να διερευνηθεί παραπάνω, ποιος όζος χρειάζεται απλή παρακολούθηση, ποια περίπτωση χρειάζεται σπινθηρογράφημα, ποια περίπτωση μπορεί να χρειάζεται χειρουργείο.

Αν ο όζος έχει ύποπτα υπερηχογραφικά χαρακτηριστικά ή μεγάλο μέγεθος τότε προχωράμε σε περεταίρω διερεύνηση με παρακεντηση του όζου του θυρεοειδούς.

Στο ιατρείο μας διενεργείται παρακέντηση όζων του θυρεοειδούς με καθοδήγηση υπερήχου και με συμμετοχή εξειδικευμένης κυτταρολόγου. Mε μια λεπτή βελόνα και με καθοδήγηση υπερήχου παίρνουμε δείγματα από τον όζο τα οποία εξετάζει έπειτα η κυτταρολόγος και στην κυτταρολογική έκθεση περιγράφει αν βλέπει καλοήθη ή καρκινικά κύτταρα.

Την ημέρα που έχετε προγραμματισμένη την παρακέντηση όζου θυρεοειδούς σας συμβουλεύουμε να έχετε φάει φαγητό και πιεί υγρά κανονικά. Φοράμε μάσκα υψηλής προστασίας και αφαιρούμε από τον λαιμό μαντήλια και κοσμήματα. Στην συνέχεια ξαπλώνουμε στο εξεταστικό κρεβάτι και με τη βοήθεια ενός μαλακού μαξιλαριού κάνουμε μια ήπια υπερέκταση του λαιμού. Ακολουθεί υπέρηχος στο ιατρείο μας για την εντόπιση των όζων και σας ενημερώνουμε κάθε στιγμή για το πως προχωράμε με τη διαδικασία. Κατά τη διάρκεια της λήψης δειγμάτων  θα νιώθετε ένα προσωρινό τσίμπημα στο δέρμα (η αίσθηση  του οποίου είναι παρόμοια με αυτή της αιμοληψίας). Μετά το πέρας της εξέτασης και για μια μέρα δεν  θα πρέπει να  σηκώνετε βάρη. Σε περίπτωση ενόχλησης στο λαιμό μπορείτε να πάρετε κάποιο απλό παυσίπονο όπως π.χ  παρακεταμόλη ( panadol, depon ) δεδομένου ότι δεν έχετε κάποια αλλεργία στην συγκεκριμένη ουσία.

**Ειδική προσοχή δίνουμε στο φαρμακευτικό σας ιστορικό ώστε να σας έχουμε δώσει σαφείς οδηγίες κάποιες μέρες πριν την παρακέντηση σχετικά με πιθανή αντιπηκτική ή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή που μπορεί να λαμβάνετε**

Τα τελευταία 30 χρόνια υπάρχει μια μεγάλη αύξηση του αριθμού των περιστατικών με καρκίνο του θυρεοειδούς παγκοσμίως.

Αυτό συμβαίνει πιθανότατα  διότι με την εξέλιξη της τεχνολογίας  έχουμε καλύτερη απεικόνιση μέσω  υπερήχου θυρεοειδούς και διαγνωστική λήψη βιοψιών με αποτέλεσμα  την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου του θυρεοειδούς. Επίσης υπάρχει και αυξημένη ευαισθητοποίηση από την ιατρική κοινότητα και από τους ασθενείς που κάνουν προληπτικό έλεγχο.

Η μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων με καρκίνο του θυρεοειδούς, περισσότερο από το  90% των περιπτώσεων ανήκουν στην κατηγορία των διαφοροποιημένων καρκίνων που  με την κατάλληλη θεραπεία είναι ιάσιμοι και έχουν να τονίσουμε  άριστη πρόγνωση.

Ο καρκίνος θυρεοειδούς μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και οι γυναίκες έχουν 3 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσήσουν.

Από το ιατρικό ιστορικό μας ενδιαφέρει αν ο ασθενής μας αναφέρει ιστορικό ακτινοβολίας κεφαλής, τραχήλου ιδίως κατά την παιδική ηλικία ή οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του θυρεοειδούς. Επίσης μας ενδιαφέρει αν συνυπάρχει αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, παχυσαρκία, κάποια άλλη γνωστή κακοήθεια και αν υπάρχουν κάποια σύνδρομα που σχετίζονται με διαταραχές σε συγκεκριμένα γονίδια.

Ο καρκίνος θυρεοειδούς παρουσιάζεται σαν ογκίδιο σαν όζος στο θυρεοειδή.

Τις περισσότερες φορές δεν υπάρχει κάποιο σύμπτωμα ειδικά αν καρκινικός όγκος είναι μικρός σε μέγεθος.

Αρχικά λοιπόν  παρουσιάζεται σαν όζος του θυρεοειδούς που αν είναι μεγάλος μπορεί να προκαλέσει  μάζα- πρήξιμο στο λαιμό. Μας ανησυχεί ένας ανώδυνος, σκληρός όζος, καθηλωμένος που αυξάνεται σε μέγεθος.

Άλλα συμπτώματα είναι διογκωμένοι λεμφαδένες, δυσκολία στην κατάποση, δυσκολία στην αναπνοή, βραχνάδα στη φωνή και σε ποιό σπάνιες περιπτώσεις μπορεί και διάρροια ( αυτό είναι στην πιο σπάνια περίπτωση  του μυελοειδούς καρκίνου).

Σε αυτό το κομμάτι υπενθυμίζω και την  μεγάλη σημασία που έχει και το ιστορικό του ασθενούς στην συνεκτίμηση των ευρημάτων.

Οι ορμονολογικές εξετάσεις μας λένε για τη λειτουργία του αδένα όχι για τον αν υπάρχουν όζοι ή καρκίνος. Είναι απαραίτητες στην συνεκτίμηση όλης της εικόνας και συνήθως οι τιμές είναι φυσιολογικές. Υπάρχει βέβαια ένας δείκτης που ονομάζεται καλσιτονίνη και σε περίπτωση που έχει εντοπιστεί κάποιος όζος μπορούμε να την συμπεριλάβουμε στον αιματολογικό έλεγχο πιο πολύ για να αποκλείσουμε την πιθανότητα μυελοειδούς καρκίνου που όπως ανέφερα είναι αρκετά σπάνιος , μόλις το 5% των περιπτώσεων καρκίνου του θυρεοειδούς.

Η αρχική θεραπεία είναι η χειρουργική αντιμετώπιση.

Τι ακριβώς χειρουργείο θα χρειαστεί εξαρτάται την περίπτωση.

Εξαρτάται από το μέγεθος του όγκου, αν εντοπίζεται μόνο στον ένα λοβό του θυρεοειδούς ή και στους δύο , αν επεκτείνεται έξω από το θυροεεειδή αν εντοπίζονται στον υπέρηχο/ χαρτογράφηση τραχήλου  μεταστάσεις στους τραχηλικούς λεμφαδένες.

Τις περισσότερες φορές γίνεται ολική θυρεοειδεκτομή και πιο σπάνια λοβεκτομή ( δηλαδή αφαίρεση μόνο μέρους του θυρεοειδούς).

Τα ευρήματα της βιοψίας είναι καθοριστικά για το αν θα χρειαστεί κάποια συμπληρωματική θεραπεία όπως αγωγή με ραδιενεργό ιώδιο.

Η θεραπεία που ακολουθείται είναι εξατομικευμένη και προσαρμοσμένη για την κάθε περίπτωση.

Η αντιμετώπιση του καρκίνου του θυρεοειδούς χρειάζεται μια ομάδα ιατρών.

Τον ενδοκρινολόγο, τον ακτινολόγο, τον χειρουργό ενδοκρινών αδένων, κάποιες φορές τον πυρηνικό ιατρό και τον ογκολόγο.

Μετά από ένα χειρουργείο θυρεοειδεκτομής για καρκίνο θυρεοειδούς ο ασθενής θα χρειαστεί  δια βιου αγωγή  με θυροξίνη ( που είναι η ορμόνη του θυρεοειδούς) και στενή παρακολούθησηα πο ενδοκρινολόγο για να ελέγχεται η σωστή ορμονική υποκατάσταση και να γίνονται και κάποιες εξετάσεις που τεκμηριώνουν την απουσία υπολλείματικής νόσου ή υποτροπής του καρκίνου.

Μπορεί όπως αναφέραμε οι περισσότερες περιπτώσεις καρκίνου του θυρεοειδούς να έχουν άριστη πρόγνωση το οποίο εως ενδοκρινολόγοι γνωρίζουμε από την εμπειρία μας αλλά για έναν ασθενή με μια νέα διάγνωση  καρκίνου του θυρεοειδούς,  όπως και σε κάθε θέμα υγείας, μπορεί να δημιουργήθει  ένα άγχος, μια αγωνία η οποία θεωρώ καταπραύνεται όταν συζητά τις σκέψεις και τις απορίες του με τον ιατρό του που μπορεί να του απαντήσει τα ερωτήματα του, να προσφέρει σωστή ενημέρωση και να του εξηγήσει με λεπτομέρεια το θεραπευτικό πλάνο.

Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) είναι  ένα χρόνιο μεταβολικό νόσημα που χαρακτηρίζεται   από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, των λιπών και των πρωτεϊνών.  Έχει πολυπαραγοντικό υπόστρωμα και εκδηλώνεται με υψηλά επίπεδα γλυκόζης στο αίμα.

 Ταξινομείται αιτιολογικά σε 4 κατηγορίες αλλά δυο είναι οι συχνότερες μορφές του o ΣΔ τύπου Ι και ο ΣΔ τύπου 2. Στον ΣΔ τύπου 1  δεν παράγεται ινσουλίνη λόγω αυτοάνοσης καταστροφής των β-κυττάρων  του παγκρέατος. O ΣΔ τύπου 1 οφείλεται δηλαδή στην ανεπάρκεια ινσουλίνης και εμφανίζεται συχνότερα σε παιδιά και νέους ενήλικες. Στον ΣΔ τύπου 2, υπάρχει αρχικά αντίσταση στην ινσουλίνη και το σώμα δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά την ινσουλίνη που παράγει. Ο ΣΔ τύπου 2 είναι η συχνότερη μορφή ΣΔ , εμφανίζεται κυρίως σε ενήλικες και κύριες αιτίες του είναι η παχυσαρκία, η καθιστική ζωή και η γενετική προδιάθεση. Επίσης υπάρχει ο σακχαρώδης διαβήτης της κύησης  που εμφανίζεται σε εγκύους  χωρίς προηγούμενο ιστορικό ΣΔ από τη μέση του δευτέρου τριμήνου και μετά  και υποχωρεί μετά το τέλος της εγκυμοσύνης.

Τέλος υπάρχει η διαταραχή της γλυκόζης νηστείας και η διαταραχή της ανοχής στη γλυκόζη («προδιαβήτης») που είναι ενδιάμεσες καταστάσεις  μεταξύ φυσιολογικού και ΣΔ,  με υψηλό ρίσκο να προχωρήσουν σε ΣΔ αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα.

Έλεγχος για Σακχαρώδη Διαβήτη πρέπει να γίνεται όταν κάποιος ανήκει στις παρακάτω κατηγορίες:

  1. Είναι άτομο υπέρβαρο ή παχύσαρκο και αν επιπρόσθετα έχει έναν

τουλάχιστον από τους παρακάτω παράγοντες:

  • Οικογενειακό ιστορικό ΣΔ σε συγγενείς 1ουβαθμού
  • Ιστορικό υπέρτασης ή καρδιαγγειακής νόσου
  •  Ιστορικό δυσλιπιδαιμίας
  •  Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών
  • Καταστάσεις που σχετίζονται με αντίσταση στην ινσουλίνη
  1. Έχει Ιστορικό προδιαβήτη
  2. Έχει Ιστορικό Σακχαρώδη διαβήτη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης
  3. Είναι άνω των 45 ετών
  4. Έχει λοίμωξη από HIV

Η έγκαιρη διάγνωση και η ολιστική αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη εξασφαλίζει μια καλή ποιότητα ζωής. Η μη ικανοποιητική όμως ρύθμιση  του ΣΔ οδηγεί σε μακροχρόνιες επιπλοκές οι οποίες είναι:

 H διαβητική αμφιβληστροειδοπάθεια που δύναται να οδηγήσει σε τύφλωση

 H διαβητική νεφροπάθεια που δύναται να οδηγήσει σε νεφρική ανεπάρκεια και αιμοκάθαρση

 H περιφερική αγγειοπάθεια και νευροπάθεια που δύναται να οδηγήσουν σε έλκη – λοιμώξεις στα κάτω άκρα (διαβητικό πόδι) και σε ακρωτηριασμό

 Eπίσης, τα άτομα με Σακχαρώδη Διαβήτη έχουν 2 – 3 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου με  καρδιαγγειακά συμβάματα όπως οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου, καρδιακή ανεπάρκεια, ισχαιμικά αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια και περιφερική αρτηριακή νόσο.

Στην Ελλάδα 1.000.000 άνθρωποι  πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη και το 50 % των ασθενών  δεν το γνωρίζουν ότι πάσχουν από Σακχαρώδη Διαβήτη.

 Στόχος μας είναι η έγκαιρη διάγνωση και η ολιστική αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη ώστε να εξασφαλιστεί  μια πολύ καλή ποιότητα ζωής. Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2  (η συχνότερη μορφή σακχαρώδη διαβήτη) είναι αναστρέψιμος στα αρχικά του στάδια  αν εφαρμοστούν οι κατάλληλες αλλαγές στη διατροφή, άσκηση και απώλεια βάρους με μείωση του ενδοσπλαχνικού λίπους.

Στο σύγχρονο Ενδοκρινολογικό ιατρείο μας αντιμετωπίζουμε τον ασθενή με  Σακχαρώδη Διαβήτη εφαρμόζοντας ολιστική προσέγγιση και τις πιο σύγχρονες θεραπευτικές μεθόδους.

Η έγκαιρη διάγνωση και μεθοδική αντιμετώπιση του Σακχαρώδη Διαβήτη περιλαμβάνει την ρύθμιση  παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου και την πρόληψη και αποφυγή μικροαγγειακών και μακροαγγειακών επιπλοκών εξασφαλίζοντας την  καλή υγεία και την  καλή  ποιότητα ζωής που είναι και ο απώτερος στόχος μας.

Για εμάς επιτυχημένη ρύθμιση του Σακχαρώδη διαβήτη σημαίνει

  • – υγιεινοδιαιτητικές παρεμβάσεις  στον τρόπο ζωής
  • – εκπαίδευση των ατόμων με σακχαρώδη διαβήτη και της οικογένειας τους
  • – ρύθμιση των επιπέδων γλυκόζης αίματος
  • – ρύθμιση της υπέρτασης
  • – ρύθμιση της υπερλιπιδαιμίας
  • –  έλεγχος βάρους σώματος
  • – διακοπή καπνίσματος, περιορισμός κατανάλωσης αλκοόλ
  • – Έλεγχος και πρόληψη επιπλοκών σακχαρώδη διαβήτη
  • – Οφθαλμολογικός Έλεγχος
  • – Καρδιολογικός Έλεγχος

Η ιατρός είναι πιστοποιημένη DAFNE Doctor,  κάτοχος του διεθνούς αναγνωρισμένου πιστοποιητικού SCOPE για την διαχείριση της παχυσαρκίας και διαθέτει πολυετή κλινική εμπειρία σε κέντρα εξειδίκευσης υψηλών προδιαγραφών  στον Σακχαρώδη Διαβήτη στο Εθνικό Σύστημα Υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου. Έχει διαχειριστεί χιλιάδες ασθενείς με Σακχαρώδη Διαβήτη που είτε νοσηλεύονταν εντός των  νοσοκομείων ως επείγοντα περιστατικά με οξεία νόσηση είτε  προσέρχονταν στα εξειδικευμένα εξωτερικά ιατρεία τμημάτων της  διαβητολογικής κλινικής  όπως  ιατρεία σακχαρώδη διαβήτη, ιατρεία διαβητικού ποδιού, ιατρεία σακχαρώδη διαβήτη της εγκυμοσύνης, ιατρεία αντλίας ινσουλίνης, ιατρεία σακχαρώδη διαβήτη και κυστικής ίνωσης, ιατρεία σακχαρώδη διαβήτη τύπου Ι νεαρών ενηλίκων, ιατρεία διαχείρισης του βάρους κα.

Γνωρίζουμε ότι οι ασθενείς με σακχαρώδη διαβήτη πρέπει να αντιμετωπίζονται  με ευαισθησία και στο ιατρείο μας προσφέρουμε ολοκληρωμένη στήριξη και καθοδήγηση.

Κάνουμε ένα βήμα παραπάνω  και μαζί με τις ιατρικές οδηγίες και την κατάλληλη θεραπεία  προσφέρουμε τη δυνατότητα  συνεδριών health coaching ώστε να ενισχυθεί η προσπάθεια του ασθενούς στην επίτευξη στόχων που προάγουν την υγεία. Είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι με τις υπηρεσίες του health coach αυξάνεται η πιθανότητα της αποτελεσματικής στοχοθέτησης και της υιοθέτησης συνηθειών που διαφυλάσσουν την υγεία.

Ο health coach  ή καθοδηγητής υγείας υποστηρίζει τον άνθρωπο-ασθενή στην προσπάθεια του να επιτύχει στόχους που προάγουν την υγεία του. Μέσω συνεδριών βοηθάει τον ασθενή να αποκτήσει τις κατάλληλες γνώσεις, δεξιότητες και εργαλεία που θα τον ενισχύσουν στην προσπάθεια του να αποκτήσει και να διατηρήσει  υγιεινές συνήθειες. Ο health coach εκπαιδεύει τον ασθενή στην εκμάθηση και υιοθέτηση νέων συμπεριφορών και τον στηρίζει στο να βάλει σε λειτουργία τις δικές του δυνάμεις και να ξεπερνάει τα εμπόδια  διαφυλάσσοντας έτσι την υγεία του.

Είναι μια επιστημονικά αποδεδειγμένη μέθοδος που βοηθάει ιδιαίτερα ασθενείς  με μεταβολικά νοσήματα όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η παχυσαρκία στην προσπάθεια τους για εφαρμογή και διατήρηση υγιεινοδιαιτητικων αλλαγών.

Η κύηση είναι μια περίοδος στη ζωή της γυναίκας όπου αλλάζει η φυσιολογία του σώματος και συμβαίνουν πολλές και μεγάλες ορμονολογικές αλλαγές.

Πιο συχνές αλλαγές αφορούν το θυρεοειδή αδένα (θυρεοειδοπάθειες της κύησης) και των επιπέδων της γλυκόζης αίματος ( σακχαρώδης διαβήτης κύησης).

Η λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα  και τα επίπεδα των  θυρεοειδικών ορμονών  είναι υψίστης σημασίας να ελέγχονται και να είναι εντός των ειδικών στόχων που έχουμε πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης όπως επίσης είναι πολύ σημαντικός και ο έλεγχος που γίνεται για σακχαρώδη διαβήτη κύησης με την καμπύλη σακχάρου μεταξύ 24η-28η εβδομάδα κύησης.

H οστεοπόρωση είναι μια συστηματική σκελετική νόσος που χαρακτηρίζεται από ελαττωμένη οστική μάζα και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής των οστών. Ως συνέπεια υπάρχει αυξημένη ευθραυστότητα των οστών και  πιθανότητα κατάγματος.

Όλοι οι άνδρες και γυναίκες από 65 ετών και άνω.

Σε ασθενείς με ηλικία κάτω των 65 ετών πρέπει να γίνεται έλεγχος για οστεοπόρωση αν συνυπάρχουν παράγοντες κινδύνου όπως ενδοκρινοπάθειες ( σακχαρώδης διαβήτης, υπερπαραθυρεοδεισιμός, υπερκορτιζολαιμία, υπογοναδισμός, πρώιμη εμμηνόπαυση, υπερπρολακτιναιμία, μη θεραπευμένος υπερθυρεοειδισμός κτλ), ιστορικό καταγμάτων χαμηλής βίας, σπονδυλικό κάταγμα, ιστορικό κατάγματος ισχίου σε γονέα, κατανάλωση αλκοόλ, κάπνισμα, χαμηλό σωματικό βάρος, νεφρική νόσος, σύνδρομα δυσαπορρόφησης, ρευματοειδής αρθρίτιδα και φαρμακευτική αγωγή σχετιζόμενη με απώλεια οστικής μάζας ( στεροειδή, αναστολείς αρωματάσης κτλ)

Η διάγνωση της οστεοπόρωσης όπως και κάθε νοσήματος γίνεται αφού έχει γίνει λήψη πλήρους ιατρικού ιστορικού (όπου εντοπίζονται προηγούμενα κατάγματα χαμηλής βίας, οικογενειακό ιστορικό κατάγματος ισχίου, συνυπάρχοντα νοσήματα ή φαρμακευτική αγωγή που επηρεάζουν τα οστά κτλ ) , φυσικής εξέτασης, ειδικών εξετάσεων αίματος ( ορμονολογικός έλεγχος, βιταμίνες, ηλεκτρολύτες κτλ ) και με την μέτρηση της οστικής πυκνότητας με τη μέθοδο DEXA.

Στο ιατρείο μας πραγματοποιείται και ο υπολογισμός του 10 ετούς κινδύνου κατάγματος με τη χρήση του διεθνούς εργαλείου υπολογισμού καταγματικού κινδύνου FRAX τα αποτελέσματα του οποίου συνυπολογίζονται στην κλινική απόφαση.

Η θεραπεία είναι εξατομικευμένη και  συνήθως περιλαμβάνει συγκεκριμένες μορφές άσκησης για ενδυνάμωση των οστών, αναπλήρωση ασβεστίου και βιταμίνης D και φαρμακευτική αντιοστεοπορωτική αγωγή.

Τα επινεφρίδια είναι δυο μικροί τριγωνικοί αδένες που βρίσκονται πάνω στα νεφρά ( ‘επί – νεφρίδια’).

Παράγουν πολλές ορμόνες όπως είναι η κορτιζόλη, η  αλδοστερόνη, τα στεροειδή του φύλου, η αδρεναλίνη και η νοραδρεναλίνη. Οι παραπάνω ορμόνες  επηρεάζουν πολλές πτυχές της λειτουργίας του ανθρώπινου σώματος όπως είναι  η αρτηριακή πίεση, η καρδιακή λειτουργία,  η ρύθμιση του μεταβολισμού της γλυκόζης, η απάντηση στο στρες, τα δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του φύλου κ.α.

Είναι πολύ συχνό εύρημα  έπειτα από μια μαγνητική ή αξονική τομογραφία  στην περιοχή της κοιλιάς ή στο κάτω μέρος του θώρακα  που γίνεται προς διερεύνηση  συμπτωμάτων  που δεν έχουν σχέση με υποψία πάθησής των επινεφριδίων  να βρεθεί τυχαία ένας όγκος – μόρφωμα στο επινεφρίδιο. Σε περίπτωση αυτής της τυχαίας ανακάλυψης πρέπει να διερευνήσουμε με ειδικές ορμονολογικές εξετάσεις αίματος και ούρων αν υπάρχει υπερπαραγωγή ή έλλειψη κάποιων ορμονών των επινεφριδίων και σύμφωνα με τα απεικονιστικά χαρακτηριστικά του όζου αν ο όγκος φαίνεται καλοήθης ή κακοήθης. Η μεγάλη πλειοψηφία των μορφωμάτων των επινεφριδίων είναι καλοήθεις.

Οι παραθυρεοειδείς αδένες είναι μικροί αδένες, συνήθως τέσσερις σε αριθμό και  βρίσκονται στο λαιμό, ακριβώς πίσω από τον  θυρεοειδή. Παράγουν την ορμόνη παραθορμόνη που είναι πολύ σημαντική για τη ρύθμιση των επιπέδων του ασβεστίου στο αίμα. Η πάθηση  όπου ένας ή περισσότεροι παραθυρεοειδείς αδένες υπερλειτουργούν και παράγουν περισσότερη παραθορμόνη λέγεται υπερπαραθυρεοειδισμός. Ανάλογα με το μέγεθος της διαταραχής και με το πόσο αυξημένα είναι τα επίπεδα του ασβεστίου στο αίμα  έχουμε και διαφορετικά συμπτώματα που μπορεί να είναι πέτρες στα νεφρά, πόνοι στα οστά, οστεοπόρωση, διαταραχές στον ψυχισμό, δίψα, λήθαργο, διαταραχές του πεπτικού, υπέρταση, αδυναμία και σε προχωρημένες καταστάσεις καρδιακές αρρυθμίες.

Σε περίπτωση υπολειτουργίας των παραθυρεοειδών αδένων έχουμε υποπαραθυρεοειδισμό που εκδηλώνεται με χαμηλά επίπεδα ασβεστίου και έχει σαν συμπτώματα μουδιάσματα, κράμπες, σπασμούς και καρδιακές αρρυθμίες. Η συχνότερη αιτία υποπαραθυρεοειδισμού είναι η αφαίρεση ή τραυματισμός των παραθυρεοειδών κατά τη διάρκεια χειρουργείου θυρεοειδεκτομής.

Scroll to Top
ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ